- κοιλίην
- κοιλίαcavity of the bodyfem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… … Dictionary of Greek
κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν … Dictionary of Greek
μαλθάσσω — (Α) [μαλθακός] 1. κάνω κάτι μαλακό, μαλακώνω («χαλκὸν μαλθάσσοντες», Μανέθ.) 2. καταπραΰνω, καθησυχάζω 3. φρ. «μαλθάσσω κοιλίην» χαλαρώνω τα έντερα … Dictionary of Greek
ξηραίνω — και ξεραίνω (ΑΜ ξηραίνω) [ξηρός] καθιστώ κάτι ξηρό αφαιρώντας το νερό, την υγρασία, αποξηραίνω, στεγνώνω νεοελλ. 1. αναισθητοποιώ 2. σκοτώνω 3. μέσ. ξεραίνομαι α) πεθαίνω β) μτφ. i) κοιμάμαι βαθιά ii) μένω κατάπληκτος, αποσβολωμένος 4. φρ. α)… … Dictionary of Greek
σύνδοσις — όσεως, ἡ, ΜΑ, και αττ. τ. ξύνδοσις Α [συνδίδωμι] μσν. συνεισφορά, συνδοσία* αρχ. 1. διάχυση («σύνδοσις ὑγρῶν κατὰ κοιλίην», Ιπποκρ.) 2. (για νόσο) μετάδοση («ἐς πνεύμονα ἡ ξύνδοσις», Αρετ.) 3. χαλάρωση 4. συρροή λαού, μαζική προσέλευση ανθρώπων … Dictionary of Greek
υποκενώ — όω, Α [κενῶ] 1. καθαρίζω με κένωση («τὴν κοιλίην ὑποκενώσαντα χειρουργίῃ χρῆσθαι», Ιπποκρ.) 2. εκβάλλω με κένωση («ὑποκενωθείη ἡ κόπρος», Ιπποκρ.) 3.υποσκάπτω … Dictionary of Greek
υποκλύζω — ὑποκλύζω ΝΜΑ κάνω κλύσμα, καθαρίζω τον εντερικό σωλήνα με κλύσμα («τὴν κοιλίην ὑποκλύζειν», Αρέτ.) μσν. αρχ. πλημμυρίζω, ξεχειλίζω («πόντος ὑποκλύζει χθονὸς ἕδρανα», Παύλ. Σιλ.) αρχ. 1. (με αιτ.) υποσκάπτω, υπονομεύω («τὴν σύμπασαν ὑποκλύζειν… … Dictionary of Greek